- βάσκανος
- -η, -ο (AM βάσκανος, -ον)1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα»)2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζειαρχ.1. κακολόγος, υβριστής2. συκοφάντης, διαβολεύς3. μάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος αποτελεί ρηματικό όνομα του βάσκω «λέγω, κακολογώ» (Ησύχ.), το οποίο συνδέεται ίσως με το ονοματοποιημένο βάζω (III) «λέγω, μιλώ». Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η σημ. «κακολογώ» του ρ. βάσκω να έχει προέλθει από παρετυμολογική σύνδεση προς το βάσκανος. Τέλος, εάν η λ. βάσκανος χρησιμοποιόταν στη μαγεία, τότε προέρχεται πιθ. από μία θρακοϊλλυρική λ. αντίστοιχη των φημί, φάσκω, λατ. for (ινδοευρ. *bhā «μιλώ»). Δεν αποκλείεται εξάλλου μία σχέση μεταξύ του ελλ. τ. και του λατ. fascinus, -i (ή fascinum, -i), που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λατ. fascis «δέσμη», γιατί σχετιζόταν με μία μαγική τελετή, κατά την οποία δενόταν σφιχτά το θύμα].
Dictionary of Greek. 2013.